- ἐπιρρευματισμός
- ἐπιρρευμᾰτ-ισμός, ὁ,A flow of humours to a wound, Hippiatr.10;
ἰχώρων Harp.Astr.
in Cat.Cod.Astr.8(3).150.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰχώρων Harp.Astr.
in Cat.Cod.Astr.8(3).150.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιρρευματισμός — ἐπιρρευματισμός, ὁ (AM) ρεύμα, συρροή κακοχυμίας (νοσηρών χυμών) σ’ ένα τραύμα … Dictionary of Greek
ἐπιρρευματισμός — flow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρευματισμόν — ἐπιρρευματισμός flow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)